Τμήμα Γεωργίας


Πήλινο, ανοιχτό δοχείο μικρού μεγέθους, που αποτελείται από δύο επιμέρους σκυφοειδή τμήματα, με χαμηλές, δακτυλιόσχημες βάσεις. Η γένεση του συνδετικού τμήματος καλύπτει πλευρικά το πάνω μισό του σώματός τους, μέχρι το χείλος, ενώ στο μέσο της πάνω επιφάνειας φέρει λεπτή, κάθετη λαβή, κυκλικής διατομής, με έντονη, κωνική απόληξη. Το σκεύος καλύπτεται στο σύνολό του από επίχρισμα μπεζ χρώματος, που έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση και πάνω από αυτό φέρει υαλώδες επίστρωμα πράσινου χρώματος. Κατά τόπους παρατηρούνται χρωματικές διαφορές, είτε λόγω της μεγαλύτερης ποσότητας υαλώματος, είτε λόγω της έλλειψης επιχρίσματος. Ο πηλός είναι καστανέρυθρος, λεπτόκοκκος και διακρίνεται μόνο στους δακτυλίους των βάσεων.



Το αντικείμενο είναι επιτραπέζιο δοχείο αλατιού. Στη μία από τις δύο υποδοχές συχνά τοποθετείται πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά.

Ο Αριστοφάνης Χατζηχαραλάμπους, αγγειοπλάστης από τη Λάπηθο, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο, δραστηριοποιήθηκε στη Λευκωσία σε ένα μικρό εργαστήριο αρχικά και μετά το 1980 σε ιδιόκτητη βιοτεχνική μονάδα στην βιομηχανική περιοχή του Στροβόλου. Για την εξασφάλιση πολύ καθαρού πηλού, στο χώρο κατασκευάστηκε ένα σύμπλεγμα δεξαμενών από μπετόν και αυλακιών. Το μείγμα χώματος, που αποτελούταν από κοκκινόχωμα της περιοχής Κοκκινοχωρίων και ένα μεγαλύτερο μέρος «κόνου», προερχόμενου από την Πάφο τοποθετούταν σε ηλεκτροκίνητο αλεστήρι, μαζί με ποσότητα νερού. Από εκεί η λάσπη διοχετευόταν στην πρώτη δεξαμενή και έπειτα, με υπερχείλιση, σε αυλακώσεις και δεξαμενές, ώστε να απομακρυνθούν τα βαρύτερα υλικά που περιείχε το μείγμα, ενώ μεταλλικά πλέγματα που λειτουργούσαν ως φίλτρα, συγκρατούσαν τα ελαφρότερα στοιχεία, όπως κλαδιά και πέτρες. Το υλικό, με τη μορφή θολού νερού, κατέληγε στη μεγαλύτερη δεξαμενή, όπου παρέμενε για οκτώ περίπου ώρες, για να κατακαθίσει η λάσπη, ενώ το νερό αφαιρούνταν με αντλία. Η διαδικασία συνεχιζόταν με διαρκή ανάδευση του μείγματος, μέχρις ότου δημιουργηθεί η απαιτούμενη ποσότητα καθαρού πηλού, που μεταφερόταν και παρέμενε σε βαρέλια για δύο ημέρες. Έπειτα η λάσπη στραγγιζόταν σε μεταλλικά, δικτυωτά τελάρα, πάνω σε σάκους και τοποθετούταν για να στεγνώσει σε γύψινες πλάκες. Όταν το υλικό στέγνωνε αρκετά, μαζευόταν σε μπάλες που ρίχνονταν σε γύψινο επίσης τοίχο και στεγνώνοντας έπεφταν σε σάκους στρωμένους στο έδαφος. Ο πηλός που παραγόταν με αυτή τη μέθοδο είναι γνωστός ως «κουλιαστός» και υπερέχει έναντι του «κουπανιστού» που κατασκεύαζαν στα κέντρα αγγειοπλαστικής του Κόρνου και του Φοινιού, με σπάσιμο των βώλων και κοσκίνισμα μόνο του χώματος. Το 1985-86, στο αγγειοπλαστείο του Αριστοφάνη Χατζηχαραλάμπους άρχισε να χρησιμοποιείται εισαγόμενος πηλός, που αναμειγνυόταν κατά τα πρώτα χρόνια με «κουλιαστό».


Η κατασκευή του αγγείου γινόταν με τη χρήση τροχού, παραδοσιακού ή ηλεκτροκίνητου, σε στάδια, ανάλογα με το μέγεθος που θα αποκτούσε, αλλά η τελική μορφή του και η λέπτυνση των τοιχωμάτων επιτυγχανόταν με τη χρήση πετάλου (τοπικό: καλλίτζιι). Η συμμετρία και η κανονικότητα, που παρουσιάζουν τα κεραμικά της Λαπήθου, ήταν αποτέλεσμα των συνεχών μετρήσεων των διαστάσεών τους με ειδικό διαβήτη, τον «κομπάσον», ενώ με τη χρήση της «ξύστρας», εργαλείο που αντικαθιστούσε το καλάμι των άλλων αγγειοπλαστικών κέντρων, λειαινόταν η επιφάνεια. Στο τελικό στάδιο της κατασκευής, τα αγγεία εμβαπτίζονταν σε διάλυμα λεπτόκοκκου, υπόλευκου πηλού, γνωστό με την τοπική ονομασία «μπατανάς». Η τελευταία αυτή διαδικασία είχε ως στόχο την προετοιμασία της επιφάνειας που επρόκειτο να δεχθεί την υαλώδη επίστρωση. Βασικά υλικά για την εφυάλωση ήταν ο μόλυβδος και ο πυριτόλιθος (Τοπικό: αθκιακόπετρα), που ψηνόταν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες και στη συνέχεια θρυμματιζόταν, ώστε να μετατραπεί σε σκόνη, ικανή να επιπλέει στο νερό. Ανάλογη διαδικασία ακολουθούταν και για την προετοιμασία του μόλυβδου, που αποκτούσε τη μορφή λεπτόκοκκης λάσπης, ύστερα από ζέσταμα (σε σημείο που να ξεπερνά την τήξη, για να αποκτήσει σκληρότητα) και συνεχές τρίψιμο με μικρή ποσότητα νερού, μέσα σε πέτρινη λεκάνη. Συχνά, το ωχρό μείγμα μόλυβδου ενισχυόταν με μίνιο. Η αλοιφή περιείχε ένα μέρος πυριτόλιθου και δύο μέρη μόλυβδου (λιθάργυρου), που αναμειγνύονταν με νερό ή «μπατανά» και φιλτράρονταν. Το πράσινο χρώμα αποκτούσε με την προσθήκη οξειδίου του χαλκού (σκωρία), κονιορτοποιημένου και φιλτραρισμένου (το ύφασμα που χρησιμοποιούταν για το φιλτράρισμα είναι γνωστό με την τοπική ονομασία κουρούκλα). Οι διαβαθμίσεις των βασικών χρωμάτων επιτυγχάνονταν με την αύξηση ή τη μείωση της θερμοκρασίας, το πάχος της επίστρωσης και την ποιότητα του «μπατανά», έως το 1940, που εισήχθησαν στην Κύπρο ειδικές βαφές, ενώ με την εισαγωγή και του υαλώματος, οι προηγούμενες διαδικασίες παραλείφθηκαν. Τα σκεύη ψήνονταν στη συνέχεια σε καμίνια με σταθερή θερμοκρασία που έφτανε περίπου στους 900-1000°C, για να υγροποιηθεί η αλοιφή και να γυαλίσει ομοιόμορφα η επιφάνεια του αγγείου, χωρίς να δημιουργηθούν φυσαλίδες. Για να μην έρχονται τα σκεύη σε επαφή μεταξύ τους, χρησιμοποιούνταν μικρές τριποδικές βάσεις από πηλό, τα «πυρόδκια» ή αργότερα τοποθετούνταν σε πήλινες επίσης θήκες.