Επικοινωνία      

Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης

Αυτόχθονη Ιζηματογενής Ακολουθία

Με τον όρο αυτόχθονα ιζηματογενή πετρώματα εννοούμε τα πετρώματα τα οποία δεν έχουν μετακινηθεί από την αρχική θέση του σχηματισμού τους. Μετά την τεκτονική ανύψωση κατά το Μέσο Μαιστρίχτιο και την σύγκρουση του Τροόδους και των Μαμωνιών, επικράτησε μια περίοδος τεκτονικής ηρεμίας, ιδιαίτερα νότια της γραμμής ανάδυσης της ζώνης της Κερύνειας.

Τα πετρώματα του Συμπλέγματος των Μαμωνιών έχουν επωθηθεί στο Σχηματισμό της Κανναβιού όπως και στους σερπεντινίτες και στις λάβες του Τροόδους. Οποιαδήποτε περιγραφή της γεωτεκτονικής ζώνης του Τροόδους λοιπόν δεν θα ήταν πλήρης χωρίς αναφορά στο Σχηματισμό της Κανναβιού, που ενώ αποτελεί τα πρώτα ιζήματα της αυτόχθονης ακολουθίας, η γεωλογική τους ερμηνεία είναι στενά συνδεδεμένη με τον οφιόλιθο του Τροόδους και την επώθηση του Συμπλέγματος των Μαμωνιών. Ο σχηματισμός αυτός παρουσιάζει τη μεγαλύτερή του ανάπτυξη στην δυτική Κύπρο, όπου εμφανίζεται να υπέρκειται των λαβών ή και του σχηματισμού του Πέρα Πεδιού, η δε επαφή των πετρωμάτων του με τα υπερκείμενα πετρώματα είναι πάντα σε ασυμφωνία.

Ο Σχηματισμός της Κανναβιού είναι μια ακολουθία μπεντονιτικών αργίλων με ενστρώσεις ηφαιστειοκλαστικών ιλυολίθων, ραδιολαριτών και μαγγανιούχων πηλιτών. Στα ανώτερα στρωματογραφικά τμήματα της ακολουθίας εμφανίζονται παχυστρωματώδεις ανοικτόχρωμοι ηφαιστειοκλαστικοί ψαμμίτες. Ο σχηματισμός με βάση μακροπαλαιοντολογικούς προσδιορισμούς τρηματοφόρων και ακτινοζώων είναι Καμπανίου μέχρι Μέσου Μαιστρίχτιου ηλικίας (75 - 70 εκατομμυρίων χρόνων). Στη νοτιοδυτική Κύπρο, ο Σχηματισμός της Κανναβιού εμφανίζεται μέσα από τεκτονικά παράθυρα των υπερκειμένων και επωθημένων πετρωμάτων του Συμπλέγματος των Μαμωνιών. Στη νοτιοανατολική περιφέρεια της οροσειράς του Τροόδους τα πετρώματα του σχηματισμού Κανναβιού καλύπτονται από νεότερα ιζήματα, έχουν όμως διατρηθεί από δύο βαθιές γεωτρήσεις, που έγιναν η μια στην περιοχή Κάτω Λακατάμιας και η άλλη στην περιοχή Λευκονοίκου. Εμφανίσεις του σχηματισμού συναντώνται επίσης στην περιοχή του Παραλιμνίου. Οι μπεντονιτικοί άργιλοι του σχηματισμού, ιδιαίτερα στην νοτιοδυτική Κύπρο, είναι έντονα διαταραγμένοι και τεκτονισμένοι στις περιοχές όπου καλύπτονται από νεότερα ιζήματα, η επαφή βρίσκεται σε σαφή ασυμφωνία.

Μετά την επώθηση του Συμπλέγματος των Μαμωμιών, δημιουργήθηκε ένα εκτενές συνονθύλευμα, γνωστό ως Συνονθύλευμα των Μαμωνιών (melange), το οποίο εμφανίζεται στην δυτική Κύπρο. Αποτελείται από ένα συνονθύλευμα θραυσμάτων από πετρώματα που προέρχονται από τους διάφορους γεωλογικούς σχηματισμούς της Ζώνης των Μαμωνιών, τα οποία περιβάλλονται από αργιλικά λεπτόκοκκα υλικά και είναι αποτέλεσμα της επώθησης των πετρωμάτων των Μαμωνιών.

Πάνω στο Συνονθύλευμα των Μαμωνιών ή και του Σχηματισμού της Κανναβιού, εναποτέθηκαν κλαστικά ιζήματα, ο Σχηματισμός Κάθηκα στη δυτική Κύπρο και ο Σχηματισμός Μονής νότια του Δάσους της Λεμεσού. Τα ιζήματα των δύο αυτών σχηματισμών περιέχουν εξωτικούς ογκόλιθους διαφόρων πετρωμάτων, όπως χαλαζιακούς ψαμμίτες, ιλυόλιθους και σερπεντινίτες, λιθολογίες του Συμπλέγματος των Μαμωνιών και του Τροόδους.

Σχηματισμός Λευκάρων, Πέγεια
Η γεωλογική εξέλιξη της Κύπρου από την περίοδο αυτή (Ανώτερο Μαιστρίχτιο) χαρακτηρίζεται από θαλάσσια ιζηματογένεση σε μια θάλασσα που συνεχώς καθίσταται περισσότερο αβαθής. Μέσα σ΄ αυτή την περιοχή εναποτέθηκαν πελαγικά ιζήματα κυρίως κρητίδες και μάργες στην περίοδο από το Ανώτερο Μαιστρίχτιο (67 εκατομμύρια χρόνια) μέχρι το τέλος του Ολιγοκαίνου (22 εκατομμύρια χρόνια). Ο θαλάσσιος πυθμένας εξακολούθησε να παρουσιάζει γεωλογικές ανακατατάξεις για μεγάλη χρονική περίοδο, όπως ηφαιστειακή δραστηριότητα και μετακίνηση τεμαχίων πετρωμάτων διαφόρων μεγεθών (ασβεστόλιθοι της οροσειράς Κερύνειας) που συγκρούστηκαν με την ζώνη του Τροόδους.

Ο Σχηματισμός των Λευκάρων αποτελείται από πελαγικές μάργες και άσπρες κρητίδες με παρουσία ή μη κερατόλιθων. Αυτά είναι τα παλαιότερα ιζηματογενή πετρώματα που έχουν αποτεθεί πάνω στις τρεις γεωτεκτονικές ζώνες της Κύπρου και που περιγράφηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Ο σχηματισμός αυτός ονομαζόταν αρχικά Ομάδα της Λαπήθου, αργότερα όμως μετονομάστηκε σε Σχηματισμό των Λευκάρων, λόγω της μεγάλης ανάπτυξής του στην περιοχή του ομώνυμου χωριού.
Οι συνθήκες ιζηματογένεσης κατά την περίοδο εναπόθεσης του Σχηματισμού των Λευκάρων στο χώρο της Κύπρου ήταν διαφορετικές στις διάφορες γεωτεκτονικές ζώνες, με αποτέλεσμα τόσο ο πετρογραφικός χαρακτήρας όσο και τα πάχη των στρωμάτων που αναπτύχθηκαν να διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Η κλασσική ανάπτυξη του Σχηματισμού αντιπροσωπεύεται με τέσσερα στρωματογραφικά μέλη: τις Κατώτερες Μάργες, τις Κρητίδες και τους Κερατόλιθους, τις Κρητίδες και τις Ανώτερες Μάργες. Διαφοροποιήσεις του Σχηματισμού παρατηρούνται όχι μόνο στις διάφορες γεωτεκτονικές ζώνες, αλλά και μέσα στα ευρύτερα όρια της κάθε μιας γεωτεκτονικής ζώνης.

Στη βαθιά γεώτρηση που έγινε στην Κάτω Λακατάμια το 1969 το πάχος του Σχηματισμού των Λευκάρων είναι 870 μέτρα. Όλος ο Σχηματισμός, κατά κύριο λόγο αποτελείται από εναλλασσόμενα στρώματα μαργών και μαργαϊκών κρητίδων και στο κατώτερο τμήμα του από στρώματα κρητίδων. Στα τελευταία τριάντα μέτρα απαντούνται πρασινόγκριζες μάργες. Στην βαθιά γεώτρηση του Λευκονοίκου που πλησιάζει πολύ περισσότερο στην οροσειρά της Κερύνειας, ο Σχηματισμός των Λευκάρων συναντήθηκε σε βάθος 2450 μέτρων και το πάχος του είναι 50 μέτρα, η δε λιθολογία των ιζημάτων του Σχηματισμού αντιστοιχεί με τους ανώτερους ορίζοντες των τυπικών εμφανίσεων στις άλλες περιοχές της Κύπρου. Ο Σχηματισμός επικάθεται με πλήρη ασυμφωνία πάνω στις μπεντονιτικές αργίλους του Σχηματισμού της Κανναβιού. Φαίνεται, ότι τα υπόλοιπα μέλη του Σχηματισμού που απουσιάζουν, είτε μετακινήθηκαν τεκτονικά είτε ουδέποτε αποτέθηκαν. Από τις υπάρχουσες παρατηρήσεις συμπεραίνεται ότι βόρεια και βορειοανατολικά της οροσειράς του Τροόδους σχηματίστηκε η λεκάνη της Μεσαορίας, μια πλατειά λεκάνη με χαμηλή τοπογραφία και με βάθος που αυξανόταν με την απόσταση από την οροσειρά. Πλησιέστερα προς την οροσειρά της Κερύνειας αναπτύχθηκε μια μάλλον στενή, ασταθής καθιζάνουσα λεκάνη.

Τα κατώτερα πετρώματα του σχηματισμού των Λευκάρων είναι γκρίζες ή ροδόχροες - καστανόχροες, λεπτοστρωματώδεις μάργες με ροδόχροους - καστανόχροους κονδύλους και φακοειδείς συγκεντρώσεις κερατολίθων καθώς επίσης μαργαϊκές κρητίδες προς την κορυφή του μέλους. Το πάχος του μέλους κυμαίνεται μεταξύ 25 - 100 μέτρα. Δεν έχει συνεχή εξάπλωση, αλλά εμφανίζεται τοπικά σε κοιλώματα της επιφάνειας των λαβών ή των Σχηματισμών του Πέρα Πεδιού και της Κανναβιού. Ακολουθεί ένα μέλος με κρητίδες και κερατόλιθους. Το μέλος αυτό, λόγω της πετρολογικής του σύστασης αντιστέκεται στην διάβρωση και σχηματίζει απότομους κρημνούς. Αποτελείται από πολύ καλά στρωμένες λευκές κρητίδες, γκρίζες μαργαϊκές κρητίδες και σε μικρότερο βαθμό γκρίζες μάργες και πυριτιωμένα στρώματα. Τα τελευταία δείχνουν όλη τη διαβάθμιση του σχηματισμού των κερατόλιθων, από πυριτιωμένες κρητίδες μέχρι κοκκώδεις και υαλώδεις κερατόλιθους.

Ακολουθεί το μέλος των Κρητίδων. Το μέλος αυτό είναι μια σειρά ιζηματογενών πετρωμάτων που υπέρκειται των κρητίδων και κερατόλιθων, δεν περιέχει κερατόλιθους και χαρακτηρίζεται από πλευρικές λιθολογικές αλλαγές. Σε ορισμένες περιοχές το κατώτερο τμήμα τους αποτελείται από συμπαγείς κρητίδες, ενώ σε άλλες από πολύ καλά στρωμένες κρητίδες. Το ανώτερο τμήμα του αποτελείται από ομαλές στρώσεις φυλλωδών και ελαφρώς μαργαϊκών κρητίδων. Το πάχος της ενότητας δεν είναι παντού το ίδιο. Στην βορειοανατολική περιφέρεια του Τροόδους είναι το μικρότερο και φθάνει τα 70 μέτρα, ενώ στην επαρχία Λάρνακας παρουσιάζεται το μεγαλύτερο και φθάνει τα 250 μέτρα.

Στα ανώτερα στρώματα του Σχηματισμού απαντώνται οι Ανώτερες Μάργες. Το μέλος αυτό παρουσιάζει μια τυπική λιθολογία από γκρίζες μάργες, οι οποίες αναπτύσσονται σταδιακά από τις υποκείμενες κρητίδες μέσω μιας μεταβατικής ζώνης από εναλλασσόμενα στρώματα κρητίδων, μαργαϊκών κρητίδων και μαργών. Τοπικά ανευρίσκονται φυλλώδη στρώματα πλούσια σε οργανική ύλη καθώς και λειμωνιτικοί κόνδυλοι προς την κορυφή του μέλους και πολύ κοντά στην επαφή με το υπερκείμενο Σχηματισμό της Πάχνας απαντούνται λεπτά στρώματα ασβεστιτικού ψαμμίτη. Το πάχος του παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από 3 μέχρι 200 μέτρα.

Στο τέλος της Ολιγοκαίνου περιόδου πριν από 22 εκατομμύρια χρόνια, εναποτίθεται ο Σχηματισμός της Πάχνας, όταν η θάλασσα γύρω από τη ζώνη του Τροόδους είχε γίνει αρκετά αβαθή και επέτρεψε τοπικά την ανάπτυξη υφάλων (Υφαλογενής ασβεστόλιθος του Μέλους της Τέρα). Παρ’ όλον ότι το Τρόοδος εξακολουθούσε να είναι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας αναπτύχθηκαν λεκάνες ιζηματογένεσης νότια και νοτιοδυτικά της οροσειράς. Αυτές οι λεκάνες δεχόντουσαν τις αποθέσεις πελαγικών και ημιπελαγικών (κλαστικών) ιζημάτων κατά την μεγαλύτερη διάρκεια του Μειοκαίνου που αποτέλεσαν τα πετρώματα του Σχηματισμού της Πάχνας. Τα ιζήματα που κυριαρχούν είναι πελαγικά ασβεστούχα και ειδικότερα κρητίδες και μάργες.

Τα ιζήματα του σχηματισμού της Πάχνας είναι υποκίτρινες έως φαιοκίτρινες κρητίδες και μάργες που διακρίνονται εύκολα από το κατάλευκο χρώμα των κρητίδων του υποκείμενου Σχηματισμού των Λευκάρων. ΄Αλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Σχηματισμού της Πάχνας είναι η παρουσία στρωμάτων ασβεστιτικού ψαμμίτη και η κατά τόπους ανάπτυξη κροκαλοπαγών που στους ανώτερους ορίζοντες του σχηματισμού περιέχουν και θραύσματα από τα οφιολιθικά πετρώματα του Τροόδους, καθώς και ανθρακικά υλικά αβαθών νερών. Η παρουσία κλαστικών υλικών από τα οφιολιθικά πετρώματα υποδηλώνει την ανύψωση του Τροόδους την περίοδο αυτή πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και την έναρξη διάβρωσης στην εμφανισθείσα χέρσο. Στη βαθιά γεώτρηση που έγινε στη Λακατάμια το πάχος του Σχηματισμού της Πάχνας είναι 375 μέτρα και λιθολογικά αποτελείται κυρίως από μαργαϊκές κρητίδες και μάργες. Σε άλλες περιοχές της Κύπρου το πάχος του υπολογίζεται σε 300 μέτρα.

Στην κορυφή του σχηματισμού της Πάχνας και κυρίως βόρεια της οροσειράς του Τροόδους ευρίσκονται χονδρόκοκκα ανθεκτικά ανθρακικά πετρώματα, τα οποία προστατεύουν τις υποκείμενες και μαλακότερες μάργες από τη διάβρωση. Αυτά είναι γνωστά ως ασβεστόλιθος του Μέλος της Κορωνιάς και περιέχουν κροκαλοπαγή, χονδρόκοκκους ασβεστιτικούς ψαμμίτες και σε μικρότερο ποσοστό ιλύες και μάργες. Τα χονδρόκοκκα πετρώματα περικλείουν θραύσματα οστράκων ελασματοβραχίων, φυκών, εχινοειδών και κοραλλίων, είδη τα οποία ζουν σε αβαθείς θάλασσες. Άλλα συστατικά των πετρωμάτων αυτών είναι κομμάτια κρητίδων, μαργών και κερατόλιθων που προέρχονται από υποκείμενα ιζηματογενή πετρώματα καθώς και υλικό προερχόμενο από τα οφιολιθικά πετρώματα του Τροόδους. Σε αντίθεση με τις εμφανίσεις στη νότια Κύπρο ο ασβεστόλιθος της Κορωνιάς στη βόρεια πλευρά του Τροόδους εμφανίζεται τοπικά και υπό μορφή υφάλων. Ο ασβεστόλιθος της Κορωνιάς επικάθεται με συμφωνία πάνω στα παλαιότερα πετρώματα του Σχηματισμού της Πάχνας. Υπάρχουν επίσης εμφανίσεις που κάθονται με ασυμφωνία πάνω σε παλαιότερους σχηματισμούς από εκείνο της Πάχνας ή ακόμη και κατευθείαν πάνω στα οφιολιθικά πετρώματα του Τροόδους.

Ο Σχηματισμός της Καλαβασού αποτελείται από γύψους και γυψούχες μάργες που εμφανίζονται γύρω από την οροσειρά του Τροόδους. Τα κοιτάσματα γύψου, γνωστά και ως εβαπορίτες, καλύπτουν εκτεταμένες περιοχές ιδιαίτερα ανατολικά του Δάσους Λεμεσού, η πλευρική όμως συνέχειά τους διακόπηκε ως αποτέλεσμα του τεκτονισμού και της διάβρωσης. Κοιτάσματα γύψου και αλίτη (ορυκτό άλας) πάχους μέχρι και 2 χιλιόμετρα έχουν ανακαλυφθεί κάτω από τα βαθύτερα τμήματα του πυθμένα της Μεσογείου. Οι εβαπορίτες σχηματίστηκαν στο Μεσσήνιο (Ανώτερο Μειόκαινο 7-5 εκατομμύρια χρόνια) και αντιπροσωπεύουν ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην γεωλογική εξέλιξη της περιοχής της Μεσογείου, που είναι γνωστό ως “κρίση αλατότητας” του Μεσσηνίου. Κατά την εποχή αυτή η σχετική κίνηση των πλακών της Αφρικής και της Ευρασίας ήταν τέτοια που επέφερε το κλείσιμο των στενών του Γιβραλτάρ και την αποκοπή της Μεσογείου από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Η εξάτμιση ήταν μεγαλύτερη της εισροής ποτάμιου νερού στη Μεσόγειο με αποτέλεσμα την πτώση της στάθμης της θάλασσας κατά πολύ πιο κάτω από την αντίστοιχη του Ατλαντικού Ωκεανού και τη δημιουργία εκτεταμένων αλυκών, στις οποίες αποτέθηκαν κοιτάσματα γύψου και ορυκτού άλατος. Η πτώση της στάθμης της θάλασσας είχε ως επακόλουθο την πτώση των επιφανειών διάβρωσης της χέρσου πολύ κάτω από το σημερινό βασικό επίπεδο καθώς και τη δημιουργία αλυκών που παρέμειναν σε ψηλότερα επίπεδα στη χέρσο και έδωσαν τα κοιτάσματα εβαποριτών που εμφανίζονται σήμερα.

Οι τύποι γύψου που εμφανίζονται στην Κύπρο είναι η ελασματοειδής γύψος, δηλαδή η γύψος με παράλληλη διάταξη των στρωματιδίων της, η ελασματοειδής με κονδύλους, δηλαδή η γύψος με τα στρωματίδια να περικλείουν κονδύλους γύψου και ο σελενίτης. Οι τύποι αυτοί υποδηλώνουν απόθεση μέσα στο νερό (υποένυδρη απόθεση). Ο πρώτος τύπος είναι τοπικά γνωστός και ως “μάρμαρα” και αποτελείται από εναλασσόμενα στρωματίδια γύψου πάχους 1 έως 5 χιλιοστόμετρα ανοικτού και σκούρου χρώματος. Τα στρωματίδια αποτελούνται από μικρούς βελονοειδείς κρυστάλους. Ο τύπος αυτός της γύψου παλαιότερα ετύγχανε εκμετάλλευσης και χρησιμοποιείτο για επενδύσεις πατωμάτων. Ο δεύτερος τύπος είναι παρόμοιος με τον πρώτο αλλά μεταξύ των στρωματιδίων παρεμβάλλονται κόνδυλοι κρυσταλλικού γύψου. Ο σελενίτης αποτελείται από δίδυμους κρυστάλλους γύψου μήκους μέχρι 3 μέτρα, οι οποίοι αναπτύσσονται πάνω σε μια οριζόντια επιφάνεια από κορεσμένα διαλύματα κάτω από συνθήκες απόλυτης ηρεμίας του διαλύματος.

Με το τέλος του Μειοκαίνου και την έναρξη του Πλειοκαίνου πριν 5 περίπου εκατομμύρια χρόνια και λόγω αλλαγής στη σχετική κίνηση των πλακών της Αφρικής και της Ευρασίας επανάνοιξαν τα στενά του Γιβραλτάρ. Η Μεσόγειος κατακλύσθηκε από τα νερά του Ατλαντικού και οι συνθήκες ανοικτής θάλασσας αποκαταστάθηκαν. Την ίδια περίοδο επαναδραστηριοποιήθηκε και το Κυπριακό Τόξο, η δε Αφρικανική πλάκα άρχισε να καταδύεται κάτω από την Ευρασιατική. Από αυτή τη χρονική περίοδο τα γεγονότα επιταχύνθηκαν και η Κύπρος άρχισε να αναδύεται και να παίρνει τη σημερινή μορφή της.

Ο Σχηματισμός της Λευκωσίας αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα που αποτέθηκαν στο νέο κύκλο ιζηματογένεσης, που άρχισε αμέσως με το άνοιγμα των στενών του Γιβραλτάρ και τον κατακλυσμό της Μεσογείου από τα νερά του Ατλαντικού. Τα πετρώματα αυτά, όπως είναι φυσικό, κάθονται με ασυμφωνία στους παλαιότερους γεωλογικούς σχηματισμούς της Κύπρου. Στο νέο αυτό κύκλο ιζηματογένεσης εναποτέθηκαν κυρίως μάργες με παρεμβολές λεπτόκοκκων και χονδρόκοκκων ασβεστιτικών ψαμμιτών. Από τα κάτω προς τα πάνω παρατηρείται μια σταδιακή μετάβαση από λεπτόκοκκα ιζήματα, όπως οι ιλυόλιθοι, σε περισσότερο αδρόκοκκα, όπως οι ψαμμίτες. Αυτή η μετάβαση αντανακλά τη σταδιακή ανύψωση της Κύπρου και τη συνεχή μείωση του βάθους της θαλάσσιας λεκάνης. Τυπικές εμφανίσεις του σχηματισμού υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή της Λευκωσίας και στην πλήρη ανάπτυξή του ο σχηματισμός έχει πάχος της τάξης των 900 μέτρων και υποδιαιρείται σε διάφορα μέλη.

Το Μέλος της Μάργας, επικάθεται με ασυμφωνία σε προηγούμενους γεωλογικούς σχηματισμούς και αποτελείται από απολιθωματοφόρους κίτρινους ή γκριζοπράσινους ιλυόλιθους. Το Μέλος της Αθαλάσσας, οποίος αποτελείται από πολλαπλές στρώσεις μεσόκοκκου έως χονδρόκοκκου απολιθοματοφόρου ασβεστιτικού ψαμμίτη με ενδιάμεσες στρώσεις αμμούχων απολιθοματοφόρων μαργών. Ο ψαμμίτης αποτελείται από μέτρια έως καλά συγκολλημένα θραύσματα θαλασσίων οστράκων, λιθοθαμνίου (φύκος αβαθών θαλασσών), κρητίδων και ασβεστολίθων. Το πέτρωμα αυτό λόγω των καλών μηχανικών του ιδιοτήτων χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο παρελθόν και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή δομικής πέτρας. Το μέλος παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη σ’ ολόκληρη την Μεσαορία. Το Μέλος Άμμου αποτελείται από παχυστρωματώδη ασβεστιτικό ψαμμίτη με κατά τόπους παρεμβολές στρωμάτων ασβεστούχων μαργών. Συμμετέχουν επίσης γωνιώδη τεμάχια, χαλαζία, πυροξένων και πλαγιοκλάστων σε πιο μεγάλο βαθμό από το Μέλος Αθαλάσσας. Ο σχηματισμός είναι πλούσιος σε απολιθώματα οστράκων, μαλακίων και θυσσανοπόδων, των ειδών Ostrea Edulis και Balanus Tintinnabulum. Σε ορισμένες περιοχές η παρουσία απολιθωμάτων είναι εντυπωσιακή και οφείλεται μάλλον στον ομαδικό θάνατο της βιοκοινωνίας των μαλακίων και των θυσανόποδων λόγω κλιματικών αλλαγών ή λόγω αλλαγής στην αλατότητα του θαλάσσιου νερού και της μετατροπής του σε υφάλμυρο, κυρίως στις περιοχές των δέλτα των ποταμών.

Ο Σχηματισμός του Απαλού είναι πλειστοκαινικής ηλικίας. Ο Σχηματισμός Απαλού αποτελείται από ποτάμιες αποθέσεις χαλικιών, άμμων και ιλύων. Καλύπτει σχεδόν αποκλειστικά την κοιλάδα της Μεσαορίας και επικάθεται κυρίως στα ιζήματα του σχηματισμού της Λευκωσίας. Το Σύναγμα αποτελείται από αποθέσεις αμμοχαλίκων που προήλθαν από τη διάβρωση κυρίως των οφιολιθικών πετρωμάτων του Τροόδους. Τα συστατικά στοιχεία του συνάγματος είναι γωνιώδη μέχρι αποστρογγυλευμένα τεμάχια, οφιολιθικών πετρωμάτων καθώς επίσης άμμοι, πηλοί και ιλύες. Τα συστατικά αυτά δεν έχουν οποιαδήποτε διαβάθμιση και κυρίως είναι χωρίς ή μόνο με ελαφρή συγκόλληση μεταξύ τους. Σε σπάνιες περιπτώσεις, κυρίως στην κορυφή του συνάγματος, η συγκόληση είναι ισχυρή και έτσι σχηματίζονται σκληρά λατυποπαγή ανθεκτικά στην διάβρωση. Το υλικό της συγκόλλησης είναι ανθρακικό ασβέστιο. Οι συγκεντρώσεις των αμμοχαλίκων του συνάγματος, που ονομάζονται επίσης αλλουβιακά ριπίδια, αποτέθηκαν από χειμάρρους. Η εναπόθεση τόσων μεγάλων ποσοτήτων αμμοχαλίκων είναι το αποτέλεσμα ψηλής βροχόπτωσης και απότομης ανύψωσης του Τροόδους, τα πετρώματα του οποίου διαβρώθηκαν έντονα και τα προϊόντα της διάβρωσης μεταφέρθηκαν από επιφανειακά νερά.

Εκτεταμένες εμφανίσεις Θαλάσσιων Αναβαθμίδων παρουσιάζονται σε όλες τις παράκτιες περιοχές της Κύπρου, ειδικά, στην χερσόνησο της Καρπασίας, στον Κορμακίτη, στην νότια Κύπρο και στον Ακάμα.


Back To Top