Τμήμα Γεωργίας


Έκθεμα του μήνα από το Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου

Τα μουσεία μπορούν να εκθέτουν μόνο ένα μέρος των συλλογών τους προς το κοινό και αυτό λόγω της έλλειψης χώρου. Ένας τρόπος για να αποκτήσει το κοινό πρόσβαση στα αντικείμενα του Μουσείου Κυπριακής Υπαίθρου, είναι μέσα από τα εκθέματα του μήνα. Κάθε μήνα το Τμήμα Γεωργίας παρουσιάζει ένα από τα εκθέματα που βρίσκονται στο Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου, για να το γνωρίσετε ή να το θυμηθείτε!

Έκθεμα Ιουλίου 2024 από το Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου:
Φρουτιέρα

Φρουτιέρα




Πήλινο, ανοιχτό αγγείο, με λοξές παρειές και επίπεδη βάση. Στο χείλος φέρει περιμετρικά διακοσμητική ταινία από εμπίεστα ημιθόλια και ένθετους ρόδακες, επίσης από πηλό, ανά διαστήματα. Την εξωτερική επιφάνεια περιτρέχουν τρείς παράλληλες, κυματοειδείς χαράξεις, ενώ στη βάση διακρίνεται εγχάρακτη επιγραφή με τα στοιχεία «Φοινί», «Γιώτα» και «1989». Ο πυλός είναι ερυθρωπός, με ελάχιστες προσμείξεις. Το αντικείμενο αποτελεί μέρος της οικοσκευής, με επιτραπέζια χρήση, για την τοποθέτηση σε αυτό φρούτων. Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο διακοσμητικός.

Η διαδικασία κατασκευής των αγγείων του Φοινιού περιελάμβανε τα εξής στάδια: αρχικά οι τεχνίτες αναμείγνυαν κόκκινο και μαύρο χώμα, έσπαζαν τους βώλους, κονιορτοποιούσαν το χώμα χρησιμοποιώντας το «κουπάνι» ή «μάτσολα» (αγκυλωτό, βαρύ εργαλείο από ξύλο), το κοσκίνιζαν και ζύμωναν οι ίδιοι τον πηλό με φτυάρι σε ξύλινη σκάφη. Ο πηλός που παράγεται με αυτή τη μέθοδο είναι γνωστός με την ονομασία «κουπανιστός» και είναι σχετικά υποδεέστερος από τον «κουλιαστό», που χρησιμοποιείται σε άλλα κέντρα της Κύπρου.

Η κατασκευή των αγγείων γινόταν με την προσθετική μέθοδο και χρησιμοποιούταν ένας υποτυπώδης τροχός από τετράγωνες πλάκες, το «γυριστήρι ή γυριστάρι», με τον οποίο ελεγχόταν η εξωτερική μόνο μορφή του αγγείου. Ο πηλός δεν τοποθετούταν απευθείας στον τροχό, αλλά μεσολαβούσε ένα τετράγωνο τμήμα φελλού ή μαρμάρινη πλάκα. Από την πρώτη ποσότητα δημιουργούνταν η βάση και το κάτω μισό του σώματος, ενώ με την προσθήκη διαδοχικών ταινιών πηλού (τοπικό: φιτίλια), το αγγείο αποκτούσε ύψος. Πιέζοντας ελαφρά τα τοιχώματα, ο τεχνίτης έκανε το «τζοιλιάρωμαν», έδινε δηλαδή σφαιρικό σχήμα και με λεπτό καλάμι αφαιρούσε το περιττό υλικό. Όταν κατασκευαζόταν ο λαιμός το αγγείο δενόταν με σπάγκο, για να μην υποχωρήσει ο μαλακός ακόμη πηλός. Ανάλογα με το είδος του αγγείου σχηματιζόταν λεπτή προχοή, αν ήταν απαραίτητο. Το αγγείο στη συνέχεια έπρεπε να στεγνώσει μερικώς και ακολουθούσε η προσθήκη της λαβής (αν υπήρχε).

Με τη βοήθεια ενός συρμάτινου ελάσματος, ο τεχνίτης ξεκολλούσε το αγγείο από τον τροχό, αφαιρούσε τον σπάγκο και αναποδογυρίζοντάς το, εξομάλυνε την επιφάνεια, χρησιμοποιώντας το «ξυλομάσιερο». Έπειτα γυάλιζε την επιφάνεια, σκουπίζοντάς την με υγρό ύφασμα για να κλείσουν οι πόροι. Όσο ο πηλός ήταν ακόμη μαλακός γινόταν και η διακόσμηση, είτε με τροχό (εργαλείο όμοιο με σφραγιδόλιθο), είτε με χτένα, μικρό αυτοσχέδιο εργαλείο με οδόντες. Στη συνέχεια το αγγείο αφηνόταν σε σκιερό χώρο να στεγνώσει εντελώς. Το ψήσιμο γινόταν σε κατάλληλα διαμορφωμένα καμίνια, όπου στοιβάζονταν τα αγγεία, με σταδιακή άνοδο της θερμοκρασίας.

Στα κέντρα κατασκευής των αγγείων του Φοινιού η παραγωγή είχε τη μορφή οικοτεχνίας. Την εργασία επιτελούσαν κυρίως γυναίκες, στις αυλές των σπιτιών τους, από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο, όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές. Η διαδικασία παραμένει η ίδια μέχρι και σήμερα.



Αρχείο Εκθεμάτων του Μήνα από το Μουσείο Κυπριακής Υπαίθρου